Θα ήταν πραγματικό θαύμα, αν η οικονομική κρίση δεν επηρέαζε και τον τομέα του πολιτισμού γενικά και της λογοτεχνίας ειδικά. Προφανώς όμως, ο καιρός των θαυμάτων έχει περάσει, με αποτέλεσμα και η λογοτεχνία να υποφέρει στην Ελλάδα με κλείσιμο βιβλιοπωλείων (Εστία κλπ.) δυσκολίες πληρωμής σε όλη την αλυσίδα, μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις και αλυσίδες βιβλιοπωλείων να έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Θεωρώ όμως ανησυχητικό, πως η κρίση επηρεάζει το «μείγμα» των βιβλίων που εκδίδονται. Για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους δυσκολίες, μερικοί (και φοβάμαι όλο και περισσότεροι) εκδότες στρέφονται προς εύκολες λύσεις ευπώλητων βιβλίων, είτε των ευγενικά ονομαζόμενων «κοινωνικών» μυθιστορημάτων (οι λιγότερο ευγενείς τα ονομάζουν απλά «ροζ»), ή ακόμα και στα όρια της ηθικής, εκδίδοντας βιβλία τρομοκρατών, όπως πρόσφατα οι εκδόσεις Λιβάνη. Άραγε θα προχωρούσαν κάποιοι εκδότες και στην έκδοση βιβλίων της Χρυσής Αυγής με το σκεπτικό πως έλαβε 11% στις εκλογές της Περιφέρειας Αττικής, άρα υπάρχει δυνητικά αναγνωστικό κοινό;
Έχω την εντύπωση πως λειτουργεί τώρα στην Ελλάδα, ένας λογοτεχνικός νόμος του Γκρέσαμ, όπου το «κακό» ή ελαφρύ βιβλίο εκτοπίζει το καλό (Ο νόμος του Gresham υποστηρίζει πως όταν τα νομίσματα ήταν χρυσά ή ασημένια, τα κίβδηλα (εκείνα που είχαν μικρότερη περιεκτικότητα πολύτιμου μετάλλου) εκτόπιζαν τα καλά γιατί το κοινό αποθησαύριζε τα καλά (ως αποταμίευση) και συναλλάσσονταν μόνο με τα κίβδηλα, με αποτέλεσμα τα καλά να εξαφανίζονται από την κυκλοφορία.)
Σε άλλες εποχές, τα βιβλία με καλές πωλήσεις ήταν αναγνωρισμένων συγγραφέων, όπως Καζαντζάκη, Βενέζη, Καραγάτση, Πετσάλη, Τερζάκη, Κ. Κυριαζή κλπ. Τώρα κυριαρχούν βιβλία που μάλλον δεν θα πάρουν ποτέ θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Ευτυχώς υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις καλών συγγραφέων που εξακολουθούν να αντέχουν σε πωλήσεις, όπως του Ζουργού, Λεονάρδου, Ξανθούλη Καλπόυζου, Τριανταφύλλου, κλπ., αλλά το σύνολο των πωλήσεων τους είναι μικρό ποσοστό του συνόλου των πωλήσεων των άλλων. Όπως με πληροφόρησε μεγάλος εκδοτικός οίκος, τα ιστορικά μυθιστορήματα κατατροπώθηκαν από τη στρατιά των σύγχρονών «κοινωνικών» μυθιστορημάτων.
Πιστεύω πως ένας βασικός λόγος είναι η γενική έλλειψη παιδείας στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι Έλληνες δεν έχουν μάθει να διαβάζουν και επίσης, δεν γνωρίζουν ιστορία. Ως προς το πρώτο, οι μέσος Αμερικανός διαβάζει πάνω από τα διπλάσια βιβλία από τον Έλληνα. Ως προς το δεύτερο, πολλοί Έλληνες διακρίνονται από μια σχεδόν «σχιζοφρενική» στάση: Είναι περήφανοι για την ιστορία μας, την οποία όμως δεν γνωρίζουν. Έχω ρωτήσει πολλές φορές φοιτητές μου στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ποιος ήταν ο ηγέτης της Αθήνας στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Συνήθως, επικρατεί μικρή σιωπή. Κάποιες φορές, έλαβα την απάντηση, ο «Περικλής».
Πιο πρόσφατα, ρώτησα τους φοιτητές μου τι γνωρίζουν για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και την άνοδο του ναζισμού, θέμα επίκαιρο και για τη σημερινή Ελλάδα, τόσο λόγω παραλληλισμών με τη Χρυσή Αυγή και λόγω του ότι η τότε γερμανική εμπειρία είναι καθοριστική για την τωρινή γερμανική και ευρωπαϊκή αντιπληθωριστική πολιτική. Όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, δεν γνώριζαν τίποτα! Έτσι, αφιερώσαμε με συναδέλφους ένα τρίωρο μάθημα στο θέμα αυτό, με προβολές, μουσική («Καλπασμός των Βαλκυριών» του Βάγκνερ), πολιτική και οικονομική ανάλυση της περιόδου. Πιστεύουμε πως οι εικόνες του ηλικιωμένου που πηγαίνει στο φούρνο να αγοράσει ψωμί με ένα καροτσάκι φορτωμένο πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ή των παιδιών που χτίζουν σπιτάκια σε ύψος ενός μέτρου χρησιμοποιώντας στοίβες χαρτονομισμάτων αντί για τούβλα, δεν ξεχνιούνται.
Αλλά βέβαια, το θέμα της παιδείας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από μεμονωμένες πρωτοβουλίες, όσο σημαντικές και αξιέπαινες και αν είναι, όπως η συνεισφορά του «Αναγνώστη» και των βραβείων του για το καλό βιβλίο κάθε είδους.
Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί μόνο από τις ίδιες τις οικογένειες και την πολιτεία, που πρέπει να βελτιώσει, όχι τόσο την ύλη διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όσο τον τρόπο διδασκαλίας. Και το θέμα «παιδεία» δεν αφορά βέβαια μόνο την λογοτεχνία, αλλά γενικότερα κάθε έκφραση λειτουργίας μια πολιτείας, από την δημοκρατία μέχρι το περιβάλλον.
Ντρέπομαι ειλικρινά όταν βλέπω δάση, παραλίες και τις άκρες των αυτοκινητοδρόμων γεμάτες κάθε είδους σκουπίδια. Ντράπηκα ακόμα περισσότερο, όταν είδα το προηγούμενο καλοκαίρι σε μια από τις παραλίες των Σπετσών όπου δεν πηγαίνουν πολλοί ξένοι, ένα ζευγάρι Άγγλων τουριστών να την καθαρίζουν, συλλέγοντας σε σακούλα πλαστικά μπουκάλια κλπ.
Σημαντικό είναι εδώ και το θέμα τιμολόγησης των βιβλίων που άλλαξε πρόσφατα με την κατάργηση (εκτός από λίγες εξαιρέσεις) της ενιαίας τιμής. Μέχρι τώρα λειτουργούσαν δυο μοντέλα, το αμερικανοαγγλικό και το γερμανογαλλικό των ενιαίων τιμών. Σύμφωνα με μελέτη του Γερμανού καθηγητή του Πανεπιστημίου Erfurt Δρ. Jurgen Backhaus, η εμπειρία δείχνει πως τα «ευπώλητα» βιβλία έγιναν πιο φθηνά στη Μ. Βρετανία, αλλά η «διαφορετικότητα» (ή «ποικιλία») των βιβλίων μειώθηκε, εκδόθηκαν δηλαδή λιγότερα βιβλία. Ταυτόχρονα, οι τιμές των εξειδικευμένων βιβλίων στη Μ. Βρετανία ήταν πολύ υψηλότερη από ότι των αντίστοιχων στη Γερμανία. Η «ποικιλία», δηλαδή ο αριθμός των εξειδικευμένων βιβλίων στη Γερμανία ήταν υψηλότερη από ότι στη Μεγάλη Βρετανία. Το ίδιο παρατηρείται και σε σύγκριση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ: Στη Γερμανία υπάρχει μεγαλύτερη «πυκνότητα» (δηλαδή βιβλιοπωλεία ανά 10.000 κατοίκους) από ότι στις ΗΠΑ, εκδίδονται περισσότεροι ειδικευμένοι τίτλοι και οι τιμές τους είναι χαμηλότερες από ότι στις ΗΠΑ. Ένα άλλο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής τιμών είναι πως οι γερμανικοί οίκοι, όπως ο γνωστός Springer, εκδίδουν όλο και περισσότερους τίτλους στα αγγλικά σε τιμές κατώτερες από τους αμερικανικούς και τους αγγλικούς εκδότες. Απομένει να δούμε τα αποτελέσματα της νέας πολιτικής και στην Ελλάδα: Θα υπάρξει μια ακόμα επιβεβαίωση του νόμου του Γκρέσαμ με εκτοπισμό των εξειδικευμένων εκδόσεων προς χάρη των ευπώλητων;
Αλλά και η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς καλή παιδεία. Αυτό το είχαν αναληφθεί οι αρχαίοι Έλληνες, εισάγοντας τα «θεωρικά», πληρωμή από την πολιτεία χρημάτων στους φτωχότερους Αθηναίους για να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις, που θεωρούσαν πως ήταν το δημόσιο αγαθό παιδεία. Τα θεωρικά δεν ήταν πληρωμή εισόδου στα θέατρα (που ήταν δωρεάν) αλλά πληρωμή του ημερομισθίου που θα έχαναν παρακολουθώντας τις τετραήμερες θεατρικές παραστάσεις που ήταν ολοήμερες. Πόσο δε είχαν συνείδηση της σημασία της παιδείας, φαίνεται και από την περίφημη ρήση του Αθηναίου ρήτορα Δημάδη πως τα «τα θεωρικά είναι η κόλα της δημοκρατίας» (Πλούταρχος, «Ηθικά, 1071β). Γνώριζαν επίσης πολύ καλά, πως «οι πόλεις δεν κυβερνώνται σωστά με αποφάσεις, αλλά από τα ήθη» (σύμφωνα με τον «Αρεοπαγιτικό» του Ισοκράτη) και πως καλά και σωστά ήθη χωρίς παιδεία δεν υπάρχουν.
Aς ελπίσουμε πως η σύγχρονη ελληνική πολιτεία θα αντιληφθεί ότι είχαν εφαρμόσει οι Έλληνες πριν 2500 χρόνια. Τότε νομίζω πως θα δούμε και αναβίωση της λογοτεχνίας, γιατί σίγουρα καλοί Έλληνες λογοτέχνες δεν σπανίζουν. Μέχρι τότε, οι Έλληνες λογοτέχνες πρέπει να επιχειρήσουν το δύσκολο έργο της εξωστρέφειας, να προωθήσουν τα έργα τους στις ξένες αγορές.
Έτσι κι αλλιώς η ελληνική αγορά είναι πληθυσμιακά μικρή. Οι ξένες αγορές, αν και αρχικά δύσκολες, δέχονται πάντως το καλό ξένο μυθιστόρημα, όπως πχ., δείχνει η επιτυχία των βιβλίων του κ. Μάρκαρη στη γερμανική αγορά.